Rosileka: φ.ρ. το στενό περασμα του ρέματος
Rosileka: φ.ρ. το στενό περασμα
Rosileka: φ.ρ. το ρέμα του χωριού
Rosileka: f.r. ανθισμενη αμυγδαλιά
Rosileka: f.r. flourishing tree
Rosileka: f.r. ανθισμενη αμυγδαλιά
Rosileka: φ.ρ. το λουλούδι της ανοιξης
Rosileka: φ.ρ. το ανθος της ανοιξης
Rosileka: φ.ρ. ανθισμένη αμυγδαλιά
Rosileka: φ.ρ. λουλουδια